Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεμίαγκα
μέμιγμαι
μέμνᾱμαι
Μέμνων
μέμονα
μεμόρηται
μεμορυγμένος
μεμούσωμαι
μεμπτός
μέμῡκα
μεμυρισμένος
Μέμφις
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρίᾱ
μεμψίμοιρος
μέμψις
μέν
μεναίχμης
Μένανδρος
μενεαίνω
View word page
μεμυρισμένος
μεμυρισμένοςpf.pass.ptcpl.seeμυρίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμυρισμένος
Headword (normalized):
μεμυρισμένος
Headword (normalized/stripped):
μεμυρισμενος
IDX:
25659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25660
Key:
μεμυρισμένος

Data

{'headword_display': '<b>μεμυρισμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμυρισμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μυρίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμυρισμένος'}