Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
μέμιγμαι
μέμνᾱμαι
Μέμνων
μέμονα
μεμόρηται
μεμορυγμένος
μεμούσωμαι
μεμπτός
μέμῡκα
μεμυρισμένος
Μέμφις
μέμφομαι
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρίᾱ
μεμψίμοιρος
View word page
μεμόρηται
μεμόρηται3sg.pf.pass.μεμόρητο3sg.plpf.pass.μεμορμένοςpf.pass.ptcpl.seeμείρομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμόρηται
Headword (normalized):
μεμόρηται
Headword (normalized/stripped):
μεμορηται
IDX:
25654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25655
Key:
μεμόρηται

Data

{'headword_display': '<b>μεμόρηται</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμόρηται<LblR>3sg.pf.pass.</LblR></RefFm><RefFm>μεμόρητο<LblR>3sg.plpf.pass.</LblR></RefFm><RefFm>μεμορμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μείρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμόρηται'}