Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
μέμιγμαι
μέμνᾱμαι
Μέμνων
μέμονα
μεμόρηται
μεμορυγμένος
μεμούσωμαι
View word page
μέμηλα
μέμηλαep.pf.μεμήλειep.3sg.plpf.seeμέλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμηλα
Headword (normalized):
μέμηλα
Headword (normalized/stripped):
μεμηλα
IDX:
25646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25647
Key:
μέμηλα

Data

{'headword_display': '<b>μέμηλα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μέμηλα<LblR>ep.pf.</LblR></RefFm><RefFm>μεμήλει<LblR>ep.3sg.plpf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέμηλα'}