Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
μέμιγμαι
μέμνᾱμαι
Μέμνων
μέμονα
View word page
μεμετιμένος
μεμετιμένος
Ion.pf.pass.ptcpl.
see
μεθίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμετιμένος
Headword (normalized):
μεμετιμένος
Headword (normalized/stripped):
μεμετιμενος
IDX:
25643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25644
Key:
μεμετιμένος
Data
{'headword_display': '<b>μεμετιμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμετιμένος<LblR>Ion.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μεθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμετιμένος'}