Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
μέμιγμαι
μέμνᾱμαι
View word page
μεμένηκα
μεμένηκαpf.seeμένω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεμένηκα
Headword (normalized):
μεμένηκα
Headword (normalized/stripped):
μεμενηκα
IDX:
25641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25642
Key:
μεμένηκα

Data

{'headword_display': '<b>μεμένηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμένηκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μένω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμένηκα'}