Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
μέμιγμαι
View word page
μεμελιτωμένος
μεμελιτωμένος
pf.pass.ptcpl.
see
μελιτόομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμελιτωμένος
Headword (normalized):
μεμελιτωμένος
Headword (normalized/stripped):
μεμελιτωμενος
IDX:
25640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25641
Key:
μεμελιτωμένος
Data
{'headword_display': '<b>μεμελιτωμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμελιτωμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μελιτόομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμελιτωμένος'}