Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
μεμίαγκα
View word page
μεμέληκα
μεμέληκα
pf.
μεμελημένος
pf.mid.ptcpl.
μεμελημένως
pf.mid.ptcpl.adv.
μεμέλητο
3sg.plpf.mid.
see
μέλω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμέληκα
Headword (normalized):
μεμέληκα
Headword (normalized/stripped):
μεμεληκα
IDX:
25639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25640
Key:
μεμέληκα
Data
{'headword_display': '<b>μεμέληκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμέληκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><RefFm>μεμελημένος<LblR>pf.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>μεμελημένως<LblR>pf.mid.ptcpl.adv.</LblR></RefFm><RefFm>μεμέλητο<LblR>3sg.plpf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμέληκα'}