Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμᾱνα
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
μεμηχανημένως
View word page
μεμελετημένως
μεμελετημένωςpf.pass.ptcpl.advsee underμελετάω

ShortDef

in a practised manner

Debugging

Headword:
μεμελετημένως
Headword (normalized):
μεμελετημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελετημενως
IDX:
25638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25639
Key:
μεμελετημένως

Data

{'headword_display': '<b>μεμελετημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μεμελετημένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>μελετάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμελετημένως'}