Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέμαμεν
μέμᾱνα
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
μέμηλα
μέμηνα
View word page
μέμειγμαι
μέμειγμαιpf.pass.seeμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμειγμαι
Headword (normalized):
μέμειγμαι
Headword (normalized/stripped):
μεμειγμαι
IDX:
25637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25638
Key:
μέμειγμαι

Data

{'headword_display': '<b>μέμειγμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>μέμειγμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέμειγμαι'}