Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μεμάθηκα
μεμακυῖαι
μέμαμεν
μέμᾱνα
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
μεμηκώς
View word page
μέμβλωκα
μέμβλωκαpf.seeβλώσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέμβλωκα
Headword (normalized):
μέμβλωκα
Headword (normalized/stripped):
μεμβλωκα
IDX:
25635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25636
Key:
μέμβλωκα

Data

{'headword_display': '<b>μέμβλωκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>μέμβλωκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βλώσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέμβλωκα'}