Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μεμάᾱσι
μεμάθηκα
μεμακυῖαι
μέμαμεν
μέμᾱνα
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
μέμειγμαι
μεμελετημένως
μεμέληκα
μεμελιτωμένος
μεμένηκα
μεμεριμνημένος
μεμετιμένος
μέμηδα
View word page
μέμβλεσθε
μέμβλεσθε
ep.2pl.pf.mid.
μέμβλεται
3sg.
μέμβλετο
3sg.plpf.
see
μέλω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέμβλεσθε
Headword (normalized):
μέμβλεσθε
Headword (normalized/stripped):
μεμβλεσθε
IDX:
25634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25635
Key:
μέμβλεσθε
Data
{'headword_display': '<b>μέμβλεσθε</b>', 'content': '<XE><RefFm>μέμβλεσθε<LblR>ep.2pl.pf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>μέμβλεται<LblR>3sg.</LblR></RefFm><RefFm>μέμβλετο<LblR>3sg.plpf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μέμβλεσθε'}