Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μέλπηθρα
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μέλω
μελῳδέω
μελῳδίᾱ
μελῳδός
μεμάᾱσι
μεμάθηκα
μεμακυῖαι
μέμαμεν
μέμᾱνα
μεμάποιεν
μέμαρπα
μέμασαν
μέμαχα
μεμαώς
μέμβλεσθε
μέμβλωκα
μεμβράς
View word page
μεμακυῖαι
μεμακυῖαι
ep.fem.nom.pl.pf.ptcpl.
see
μηκάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεμακυῖαι
Headword (normalized):
μεμακυῖαι
Headword (normalized/stripped):
μεμακυιαι
IDX:
25626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25627
Key:
μεμακυῖαι
Data
{'headword_display': '<b>μεμακυῖαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>μεμακυῖαι<LblR>ep.fem.nom.pl.pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μηκάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μεμακυῖαι'}