Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλλω
μέλον
μελοποιέω
μελοποιίᾱ
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρα
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μέλω
μελῳδέω
μελῳδίᾱ
μελῳδός
μεμάᾱσι
μεμάθηκα
μεμακυῖαι
μέμαμεν
μέμᾱνα
μεμάποιεν
View word page
μελύδριον
μελύδριονουndimin. μέλοςlittle song, dittyAr. Theoc. Bion

ShortDef

a ditty

Debugging

Headword:
μελύδριον
Headword (normalized):
μελύδριον
Headword (normalized/stripped):
μελυδριον
IDX:
25619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25620
Key:
μελύδριον

Data

{'headword_display': '<b>μελύδριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελύδριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin. <Ref>μέλος</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>little song, ditty</Tr><Au>Ar. Theoc. Bion</Au></nS1></NE>', 'key': 'μελύδριον'}