Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελλοδειπνικός
μελλονῑκιάω
μελλόνυμφος
μελλώ
μέλλω
μέλον
μελοποιέω
μελοποιίᾱ
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρα
Μελπομένη
μέλπω
μελύδριον
μέλω
μελῳδέω
μελῳδίᾱ
μελῳδός
μεμάᾱσι
μεμάθηκα
View word page
μελοτυπέω
μελοτυπέωcontr.vbτύπτω beat out in melodychant outterrifying thingsA.

ShortDef

to strike up a strain, chant

Debugging

Headword:
μελοτυπέω
Headword (normalized):
μελοτυπέω
Headword (normalized/stripped):
μελοτυπεω
IDX:
25615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25616
Key:
μελοτυπέω

Data

{'headword_display': '<b>μελοτυπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μελοτυπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>τύπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>beat out in melody</Def><Tr>chant out</Tr><Obj>terrifying things<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μελοτυπέω'}