Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελλείρην
μελλήματα
μέλλησις
μελλητέον
μελλητής
μελλιχόμειδος
μέλλιχος
μελλόγαμος
μελλοδειπνικός
μελλονῑκιάω
μελλόνυμφος
μελλώ
μέλλω
μέλον
μελοποιέω
μελοποιίᾱ
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μέλπηθρα
Μελπομένη
View word page
μελλό-νυμφος
μελλό-νυμφοςονadjνύμφη fem.sb.bride-to-beS. of a houseready for a marriageS.dub.

ShortDef

about to be betrothed

Debugging

Headword:
μελλόνυμφος
Headword (normalized):
μελλόνυμφος
Headword (normalized/stripped):
μελλονυμφος
IDX:
25607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25608
Key:
μελλόνυμφος

Data

{'headword_display': '<b>μελλό-νυμφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελλό-νυμφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νύμφη</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>bride-to-be</Def><Au>S.</Au></SGrm></aS1> <aS1><Indic>of a house</Indic><Tr>ready for a marriage</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μελλόνυμφος'}