Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελλείρην
μελλήματα
μέλλησις
μελλητέον
μελλητής
μελλιχόμειδος
μέλλιχος
μελλόγαμος
μελλοδειπνικός
μελλονῑκιάω
μελλόνυμφος
μελλώ
μέλλω
μέλον
μελοποιέω
μελοποιίᾱ
μελοποιός
μέλος
View word page
μελλό-γαμος
μελλό-γαμοςονadjμέλλωγάμος about to marry, betrothedS.dub. Theoc.

ShortDef

betrothed

Debugging

Headword:
μελλόγαμος
Headword (normalized):
μελλόγαμος
Headword (normalized/stripped):
μελλογαμος
IDX:
25604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25605
Key:
μελλόγαμος

Data

{'headword_display': '<b>μελλό-γαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελλό-γαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλλω</Ref><Ref>γάμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>about to marry, betrothed</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR> Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελλόγαμος'}