Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελιττουργός
μελίφθογγος
μελίφρων
μελίχλωρος
μελιχρός
μελλείρην
μελλήματα
μέλλησις
μελλητέον
μελλητής
μελλιχόμειδος
μέλλιχος
μελλόγαμος
μελλοδειπνικός
μελλονῑκιάω
μελλόνυμφος
μελλώ
μέλλω
μέλον
μελοποιέω
μελοποιίᾱ
View word page
μελλιχό-μειδος
μελλιχό-μειδοςονorμελλιχομείδηςεςAeol.adjμείλιχοςμειδάω sweetly smilingAlc.

ShortDef

gently smiling

Debugging

Headword:
μελλιχόμειδος
Headword (normalized):
μελλιχόμειδος
Headword (normalized/stripped):
μελλιχομειδος
IDX:
25602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25603
Key:
μελλιχόμειδος

Data

{'headword_display': '<b>μελλιχό-μειδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελλιχό-μειδος</HL><Infl>ον</Infl><BrVL><Lbl>or</Lbl><FmHL>μελλιχομείδης</FmHL><VInfl><FmInfl>ες</FmInfl></VInfl></BrVL><PS>Aeol.adj</PS><Ety><Ref>μείλιχος</Ref><Ref>μειδάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>sweetly smiling</Tr><Au>Alc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελλιχόμειδος'}