Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
Μελίτη
Μελίτη
Μελῑτίδης
μελιτόεις
μελιτόομαι
μελιτοπώλης
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργίᾱ
μελιττουργός
μελίφθογγος
View word page
Μελίτη1
Μελίτη1ηςf MeliteAttic demeAr. Pl. Is. D. Plu. Μελιτεύςέωςmman from MeliteD.

ShortDef

Melite

Debugging

Headword:
Μελίτη
Headword (normalized):
μελίτη
Headword (normalized/stripped):
μελιτη
IDX:
25583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25584
Key:
Μελίτη_1

Data

{'headword_display': '<b>Μελίτη</b><sup>1</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>Μελίτη<Hm>1</Hm></HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>Melite<Expl>Attic deme</Expl></Tr><Au>Ar. Pl. Is. D. Plu.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>Μελιτεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>man from Melite</Tr><Au>D.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'Μελίτη_1'}