Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
Μελίτη
Μελίτη
Μελῑτίδης
μελιτόεις
μελιτόομαι
μελιτοπώλης
μέλιττα
μελίττιον
μελιττουργίᾱ
View word page
μελίτεια
μελίτειαᾱςfa kind of herbperh.balmTheoc.

ShortDef

baulm

Debugging

Headword:
μελίτεια
Headword (normalized):
μελίτεια
Headword (normalized/stripped):
μελιτεια
IDX:
25581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25582
Key:
μελίτεια

Data

{'headword_display': '<b>μελίτεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελίτεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>a kind of herb</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>balm</Tr><Au>Theoc.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μελίτεια'}