Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
Μελίτη
Μελίτη
Μελῑτίδης
μελιτόεις
μελιτόομαι
View word page
μελισσό-τευκτος
μελισσό-τευκτοςονadjτεύχω of honeycombsbee-builtPi.fr.

ShortDef

made by bees

Debugging

Headword:
μελισσότευκτος
Headword (normalized):
μελισσότευκτος
Headword (normalized/stripped):
μελισσοτευκτος
IDX:
25577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25578
Key:
μελισσότευκτος

Data

{'headword_display': '<b>μελισσό-τευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελισσό-τευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τεύχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of honeycombs</Indic><Tr>bee-built</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μελισσότευκτος'}