Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
Μελιταῖος
μελίτεια
μελίτειον
Μελίτη
View word page
μέλισμα
μέλισμαατοςnμελίζω songTheoc.melody, musicTheoc. Mosch.meton.a kind of musical instrumentpipeMosch.

ShortDef

a song

Debugging

Headword:
μέλισμα
Headword (normalized):
μέλισμα
Headword (normalized/stripped):
μελισμα
IDX:
25573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25574
Key:
μέλισμα

Data

{'headword_display': '<b>μέλισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέλισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μελίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>song</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1><nS1><Tr>melody, music</Tr><Au>Theoc. Mosch.</Au></nS1><nS1><Indic>meton.</Indic><Def>a kind of musical instrument</Def><Tr>pipe</Tr><Au>Mosch.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μέλισμα'}