Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
μελισταγής
View word page
μελί-πνους
μελί-πνουςουνcontr.adjπνοή of a panpipewith honeyed breathfr. the wax used in its constructionTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίπνους
Headword (normalized):
μελίπνους
Headword (normalized/stripped):
μελιπνους
IDX:
25569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25570
Key:
μελίπνους

Data

{'headword_display': '<b>μελί-πνους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελί-πνους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>contr.adj</PS><Ety><Ref>πνοή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a panpipe</Indic><Tr>with honeyed breath<Expl>fr. the wax used in its construction</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελίπνους'}