Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
μελισσοτρόφος
View word page
μελί-πηκτον
μελί-πηκτον
dial.μελίπᾱκτον
ουnμέλιπηκτός
honey-curdled confectionhoney-cakePhilox.Leuc. Men.

ShortDef

honey-cake

Debugging

Headword:
μελίπηκτον
Headword (normalized):
μελίπηκτον
Headword (normalized/stripped):
μελιπηκτον
IDX:
25568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25569
Key:
μελίπηκτον

Data

{'headword_display': '<b>μελί-πηκτον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελί-πηκτον</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>μελίπᾱκτον</FmHL></DL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μέλι</Ref><Ref>πηκτός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>honey-curdled confection</Def><Tr>honey-cake</Tr><Au>Philox.Leuc. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μελίπηκτον'}