Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
μελισσότευκτος
View word page
μέλινος
μέλινος
Ion.μείλινος
η ονadjμελίᾱ
of a spearmade of ashashen, ash-woodIl.of a thresholdOd.

ShortDef

ashen (of the wood of the ash tree)

Debugging

Headword:
μέλινος
Headword (normalized):
μέλινος
Headword (normalized/stripped):
μελινος
IDX:
25567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25568
Key:
μέλινος

Data

{'headword_display': '<b>μέλινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μέλινος</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>μείλινος</FmHL></DL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μελίᾱ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a spear</Indic><Def>made of ash</Def><Tr>ashen, ash-wood</Tr><Au>Il.</Au><aS2><Indic>of a threshold</Indic><Au>Od.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μέλινος'}