Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
μελισσονόμοι
View word page
μελίνη
μελίνηηςfmilletref. to the seed or cropHdt. X.pl., ref. to the stored grainD. pl.millet fieldsX.

ShortDef

millet

Debugging

Headword:
μελίνη
Headword (normalized):
μελίνη
Headword (normalized/stripped):
μελινη
IDX:
25566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25567
Key:
μελίνη

Data

{'headword_display': '<b>μελίνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελίνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>millet<Expl>ref. to the seed or crop</Expl></Tr><Au>Hdt. X.</Au><nS2><Indic>pl., ref. to the stored grain</Indic><Au>D.</Au></nS2></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>millet fields</Def><Au>X.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'μελίνη'}