Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
μελισσοκόμος
View word page
μελί-λωτος
μελί-λωτοςουmμέλιλωτός a kind of sweet clovermelilotSapph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελίλωτος
Headword (normalized):
μελίλωτος
Headword (normalized/stripped):
μελιλωτος
IDX:
25565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25566
Key:
μελίλωτος

Data

{'headword_display': '<b>μελί-λωτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελί-λωτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μέλι</Ref><Ref>λωτός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of sweet clover</Def><Tr>melilot</Tr><Au>Sapph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μελίλωτος'}