Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
μελιπτέρωτος
μελίρρυτος
μελίσδω
μέλισμα
μέλισσα
View word page
μελικτᾱ́ς
μελικτᾱ́ςdial.mμελίζω musicianTheoc. Mosch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελικτᾱ́ς
Headword (normalized):
μελικτᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
μελικτας
IDX:
25564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25565
Key:
μελικτᾱ́ς

Data

{'headword_display': '<b>μελικτᾱ́ς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελικτᾱ́ς</HL><Infl>ᾶ</Infl><PS>dial.m</PS><Ety><Ref>μελίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>musician</Tr><Au>Theoc. Mosch.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μελικτᾱ́ς'}