Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
μελιγᾱθής
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
μελίπνους
View word page
μελιη-γενής
μελιη-γενήςέςIon.adjμελίᾱΜελίαι; γένοςγίγνομαιof an early race of menborn from ash treesash-tree nymphsAR.

ShortDef

ash-born

Debugging

Headword:
μελιηγενής
Headword (normalized):
μελιηγενής
Headword (normalized/stripped):
μελιηγενης
IDX:
25559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25560
Key:
μελιηγενής

Data

{'headword_display': '<b>μελιη-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελιη-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>μελίᾱ</Ref><Ref>Μελίαι</Ref>; <Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an early race of men</Indic><Tr>born from ash trees<or/>ash-tree nymphs</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελιηγενής'}