Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
μελιγᾱθής
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
μελίκομπος
μελίκρᾱτον
μελικτᾱ́ς
μελίλωτος
μελίνη
μέλινος
μελίπηκτον
View word page
μελίη
μελίηIon.fseeμελίᾱ

ShortDef

ash

Debugging

Headword:
μελίη
Headword (normalized):
μελίη
Headword (normalized/stripped):
μελιη
IDX:
25558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25559
Key:
μελίη

Data

{'headword_display': '<b>μελίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μελίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><XR>see<Ref>μελίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μελίη'}