Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
μελιγᾱθής
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
μελίζω
μελίη
μελιηγενής
μελιηδής
μελικᾱρίδες
View word page
Μελίαι
Μελίαιῶνf.plperh.reltd.μελίᾱ Meliaia race of tree-nymphsHes. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Μελίαι
Headword (normalized):
μελίαι
Headword (normalized/stripped):
μελιαι
IDX:
25551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25552
Key:
Μελίαι

Data

{'headword_display': '<b>Μελίαι</b>', 'content': '<PNE><HG><HL>Μελίαι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>μελίᾱ</Ref></Ety></HG> <S1><Tr>Meliai<Expl>a race of tree-nymphs</Expl></Tr><Au>Hes. Call.</Au> </S1> </PNE>', 'key': 'Μελίαι'}