Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
μελιγᾱθής
μελίγδουπος
μελίγηρυς
μελίγλωσσος
View word page
μελήσω
μελήσω
fut.
μελητέον
neut.impers.vbl.adj.
see
μέλω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελήσω
Headword (normalized):
μελήσω
Headword (normalized/stripped):
μελησω
IDX:
25546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25547
Key:
μελήσω
Data
{'headword_display': '<b>μελήσω</b>', 'content': '<XE><RefFm>μελήσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><RefFm>μελητέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μελήσω'}