Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
μελιγᾱθής
μελίγδουπος
μελίγηρυς
View word page
μελησίμ-βροτος
μελησίμ-βροτοςονadjβροτός of citiescared about by mortalscelebratedPi.

ShortDef

an object of care

Debugging

Headword:
μελησίμβροτος
Headword (normalized):
μελησίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
μελησιμβροτος
IDX:
25545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25546
Key:
μελησίμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>μελησίμ-βροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελησίμ-βροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βροτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cities</Indic><Def>cared about by mortals</Def><Tr>celebrated</Tr><Au>Pi.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'μελησίμβροτος'}