Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
Μελίαι
μελιβόᾱς
View word page
μεληδόνες
μεληδόνεςωνf.pl cares, anxietiesSimon. AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεληδόνες
Headword (normalized):
μεληδόνες
Headword (normalized/stripped):
μεληδονες
IDX:
25542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25543
Key:
μεληδόνες

Data

{'headword_display': '<b>μεληδόνες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μεληδόνες</HL><Infl>ων</Infl><PS>f.pl</PS></HG> <nS1><Tr>cares, anxieties</Tr><Au>Simon. AR.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'μεληδόνες'}