Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
μελιᾱδής
View word page
μελετητός
μελετητόςή όνadj of an expertiseacquired by practicetrainingPl.

ShortDef

to be gained by practice

Debugging

Headword:
μελετητός
Headword (normalized):
μελετητός
Headword (normalized/stripped):
μελετητος
IDX:
25540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25541
Key:
μελετητός

Data

{'headword_display': '<b>μελετητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελετητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an expertise</Indic><Tr>acquired by practice<or/>training</Tr><Au>Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'μελετητός'}