Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
μελησίμβροτος
μελήσω
Μελητίδης
μέλι
μελίᾱ
View word page
μελετητήριον
μελετητήριονουn practice roomfor an oratorPlu.

ShortDef

a place for practice

Debugging

Headword:
μελετητήριον
Headword (normalized):
μελετητήριον
Headword (normalized/stripped):
μελετητηριον
IDX:
25539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25540
Key:
μελετητήριον

Data

{'headword_display': '<b>μελετητήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελετητήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>practice room<Expl>for an orator</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'μελετητήριον'}