Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
μεληθείς
μέλημα
View word page
μελεό-φρων
μελεό-φρωνονοςmasc.fem.adjφρήν wretched at heartE.

ShortDef

miserable-minded

Debugging

Headword:
μελεόφρων
Headword (normalized):
μελεόφρων
Headword (normalized/stripped):
μελεοφρων
IDX:
25534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25535
Key:
μελεόφρων

Data

{'headword_display': '<b>μελεό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελεό-φρων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>wretched at heart</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελεόφρων'}