Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
μεληδόνες
View word page
μελεο-πόνος
μελεο-πόνοςονadj toiling pitifullyA.

ShortDef

having laboured wretchedly

Debugging

Headword:
μελεοπόνος
Headword (normalized):
μελεοπόνος
Headword (normalized/stripped):
μελεοπονος
IDX:
25532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25533
Key:
μελεοπόνος

Data

{'headword_display': '<b>μελεο-πόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελεο-πόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>toiling pitifully</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελεοπόνος'}