Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
μελέτωρ
View word page
μελεο-παθής
μελεο-παθήςέςadjμέλεοςπάθος suffering pitifullyA.

ShortDef

sadly suffering

Debugging

Headword:
μελεοπαθής
Headword (normalized):
μελεοπαθής
Headword (normalized/stripped):
μελεοπαθης
IDX:
25531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25532
Key:
μελεοπαθής

Data

{'headword_display': '<b>μελεο-παθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελεο-παθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέλεος</Ref><Ref>πάθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>suffering pitifully</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελεοπαθής'}