Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
μελετητός
View word page
μελεϊστί
μελεϊστίadvsee underμέλος

ShortDef

limb from limb

Debugging

Headword:
μελεϊστί
Headword (normalized):
μελεϊστί
Headword (normalized/stripped):
μελειστι
IDX:
25530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25531
Key:
μελεϊστί

Data

{'headword_display': '<b>μελεϊστί</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μελεϊστί</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>μέλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μελεϊστί'}