Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
μελετηρός
μελετητήριον
View word page
μελέεσσι
μελέεσσι
ep.dat.pl.
see
μέλος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελέεσσι
Headword (normalized):
μελέεσσι
Headword (normalized/stripped):
μελεεσσι
IDX:
25529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25530
Key:
μελέεσσι
Data
{'headword_display': '<b>μελέεσσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>μελέεσσι<LblR>ep.dat.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μελέεσσι'}