Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
μελέεσσι
μελεϊστί
μελεοπαθής
μελεοπόνος
μέλεος
μελεόφρων
μελετάω
μελέτη
μελέτημα
View word page
μελεδωνεύς
μελεδωνεύςέωςm guardian, tutorof a childTheoc.

ShortDef

attendant, guardian

Debugging

Headword:
μελεδωνεύς
Headword (normalized):
μελεδωνεύς
Headword (normalized/stripped):
μελεδωνευς
IDX:
25527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25528
Key:
μελεδωνεύς

Data

{'headword_display': '<b>μελεδωνεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μελεδωνεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>guardian, tutor<Expl>of a child</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μελεδωνεύς'}