Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
μελεδωνός
View word page
μελάν-υδρος
μελάν-υδροςονadjὕδωρ of a springof dark waterHom. hHom. Thgn.

ShortDef

with black water

Debugging

Headword:
μελάνυδρος
Headword (normalized):
μελάνυδρος
Headword (normalized/stripped):
μελανυδρος
IDX:
25518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25519
Key:
μελάνυδρος

Data

{'headword_display': '<b>μελάν-υδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελάν-υδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὕδωρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spring</Indic><Tr>of dark water</Tr><Au>Hom. hHom. Thgn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελάνυδρος'}