Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
μελεδήμων
μελεδῶναι
μελεδωνεύς
View word page
μελάντερος
μελάντερος
compar.adj.
see
μέλᾱς
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μελάντερος
Headword (normalized):
μελάντερος
Headword (normalized/stripped):
μελαντερος
IDX:
25517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25518
Key:
μελάντερος
Data
{'headword_display': '<b>μελάντερος</b>', 'content': '<XE><RefFm>μελάντερος<LblR>compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μέλᾱς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μελάντερος'}