Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
μελέδημα
View word page
μελανό-χροος
μελανό-χροοςονadjχρώς of a mandark-skinned, swarthyOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μελανόχροος
Headword (normalized):
μελανόχροος
Headword (normalized/stripped):
μελανοχροος
IDX:
25514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25515
Key:
μελανόχροος

Data

{'headword_display': '<b>μελανό-χροος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελανό-χροος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χρώς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>dark-skinned, swarthy</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελανόχροος'}