Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
μελεδαίνω
View word page
μελανο-συρμαῖος
μελανο-συρμαῖοςονadjσυρμαίᾱ of a people, ref. to Egyptiansblack and fond of purgativesblack laxative-takingAr.

ShortDef

with black trains to their robes

Debugging

Headword:
μελανοσυρμαῖος
Headword (normalized):
μελανοσυρμαῖος
Headword (normalized/stripped):
μελανοσυρμαιος
IDX:
25513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25514
Key:
μελανοσυρμαῖος

Data

{'headword_display': '<b>μελανο-συρμαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελανο-συρμαῖος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συρμαίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people, ref. to Egyptians</Indic><Def>black and fond of purgatives</Def><Tr>black laxative-taking</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελανοσυρμαῖος'}