Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
μέλε
View word page
μελανο-πτέρυξ
μελανο-πτέρυξυγοςmasc.fem.adj of dreamsblack-wingedE.

ShortDef

black-winged

Debugging

Headword:
μελανοπτέρυξ
Headword (normalized):
μελανοπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
μελανοπτερυξ
IDX:
25512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25513
Key:
μελανοπτέρυξ

Data

{'headword_display': '<b>μελανο-πτέρυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελανο-πτέρυξ</HL><Infl>υγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of dreams</Indic><Tr>black-winged</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελανοπτέρυξ'}