Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελανείμων
μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
μέλᾱς
μέλδω
View word page
μελανό-πτερος
μελανό-πτεροςονadjπτερόν of Nightblack-wingedAr.of a dream-visionE.

ShortDef

black-winged

Debugging

Headword:
μελανόπτερος
Headword (normalized):
μελανόπτερος
Headword (normalized/stripped):
μελανοπτερος
IDX:
25511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25512
Key:
μελανόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>μελανό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελανό-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Night</Indic><Tr>black-winged</Tr><Au>Ar.</Au><aS2><Indic>of a dream-vision</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μελανόπτερος'}