Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελαναυγής
μελάνδετος
μελανείμων
μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
μελάνυδρος
μελάνω
View word page
μελαν-όμματος
μελαν-όμματοςονadjὄμμα black-eyedPl. Arist.

ShortDef

black-eyed

Debugging

Headword:
μελανόμματος
Headword (normalized):
μελανόμματος
Headword (normalized/stripped):
μελανομματος
IDX:
25509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25510
Key:
μελανόμματος

Data

{'headword_display': '<b>μελαν-όμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελαν-όμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>black-eyed</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελανόμματος'}