Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέλαν
μελάναιγις
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανείμων
μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
μελανόκολπος
μελανόμματος
μελανονεκυοείμων
μελανόπτερος
μελανοπτέρυξ
μελανοσυρμαῖος
μελανόχροος
μελανόχρως
μελαντειχής
μελάντερος
View word page
μελανο-κάρδιος
μελανο-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of a rock, in the Styxblack-heartedAr.

ShortDef

black-hearted

Debugging

Headword:
μελανοκάρδιος
Headword (normalized):
μελανοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
μελανοκαρδιος
IDX:
25507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25508
Key:
μελανοκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>μελανο-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μελανο-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rock, in the Styx</Indic><Tr>black-hearted</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μελανοκάρδιος'}