Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μελάμβροτος
μελαμπᾱγής
μελάμπεπλος
μελαμπεταλοχίτων
μελάμπτερος
μελάμπῡγος
μελαμφαής
μελαμφᾱρής
μελάμφυλλος
μελαμψήφῑς
μέλαν
μελάναιγις
μελαναυγής
μελάνδετος
μελανείμων
μελανέω
μελανθής
μελανίᾱ
Μελανιππίδης
μελανόζυξ
μελανοκάρδιος
View word page
μέλαν
μέλανανοςn carbon blackref. to a substance ground to make inkD.black inkPl. Thphr.cj. Plu.

ShortDef

black pigment, ink

Debugging

Headword:
μέλαν
Headword (normalized):
μέλαν
Headword (normalized/stripped):
μελαν
IDX:
25497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25498
Key:
μέλαν

Data

{'headword_display': '<b>μέλαν</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέλαν</HL><Infl>ανος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>carbon black<Expl>ref. to a substance ground to make ink</Expl></Tr><Au>D.</Au><nS2><Tr>black ink</Tr><Au>Pl. Thphr.<LblR>cj.</LblR> Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μέλαν'}